- υποκατασκευάζω
- Α1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κρυφά («ὑποκατασκευάζειν ἐνέδρας ἀρχήν», Ιώσ.)2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω3. συνθέτω, συντάσσω («δεῑ ὑποκατασκευάσθαι πως μᾱλλον τοῡ διαλόγου τὴν ἐπιστολήν». Δημήτρ.)4. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι κατά τι («ὑποκατασκευάζειν παῑδα πιστόν», Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.