υποκατασκευάζω

υποκατασκευάζω
Α
1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κρυφά («ὑποκατασκευάζειν ἐνέδρας ἀρχήν», Ιώσ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω
3. συνθέτω, συντάσσω («δεῑ ὑποκατασκευάσθαι πως μᾱλλον τοῡ διαλόγου τὴν ἐπιστολήν». Δημήτρ.)
4. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι κατά τι («ὑποκατασκευάζειν παῑδα πιστόν», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκατασκευάζει — ὑποκατασκευάζω prepare secretly pres ind mp 2nd sg ὑποκατασκευάζω prepare secretly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατασκευαζομένης — ὑποκατασκευάζω prepare secretly pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατασκευασθείη — ὑποκατασκευάζω prepare secretly aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατασκευάζουσα — ὑποκατασκευάζω prepare secretly pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατασκευῆς — ὑποκατασκευάζω prepare secretly fut ind act 2nd sg (doric) ὑποκατασκευή gradual preparation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατασκευάσας — ὑποκατασκευά̱σᾱς , ὑποκατασκευάζω prepare secretly fut part act fem acc pl (doric) ὑποκατασκευά̱σᾱς , ὑποκατασκευάζω prepare secretly fut part act fem gen sg (doric) ὑποκατασκευάσᾱς , ὑποκατασκευάζω prepare secretly aor part act masc nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”